αλειμματοκέρι

αλειμματοκέρι
αλειμματοκήριον τό сальная свеча

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλειμματοκέρι" в других словарях:

  • αλειμματοκέρι — το ιού, κερί από ξίγκι: Αυτό δεν είναι κερί, είναι αλειμματοκέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλειμματοκέρι — το κερί κατασκευασμένο από άλειμμα, από λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλειμμα + κερί] …   Dictionary of Greek

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»